δρέπω

δρέπω
δρέπω (δρέπει; -ῃ; -ων, -οντες; -ειν: aor. δρᾰπών: med. δρέπεσθαι.)
1 cull, reap met., enjoy δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν (sc. Ἱέρων) O. 1.13

εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει P. 1.49

δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον (sc. Ἰάσων) P. 4.130

νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει, ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων P. 6.48

καρπὸν δρέποντες fr. 6b. f.

ἄν]θεα τοια[υτ ] ὑμνήσιος δρέπῃ Pae. 12.5

ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν (sc. τοὺς φυσιολογοῦντας) fr. 209. med.

θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.9

c. gen.? χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ (possibly tmesis, κατὰ δρέπεσθαι) fr. 123. 1. in tmesis ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι v. ἀποδρέπω fr. 122. 8.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δρέπω — V A pres subj act 1st sg δρέπω V A pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέπω — δρέπω, έδρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δρέπω — (AM δρέπω, Α και δρέπτω) 1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους») 2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους») αρχ. μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • δρέπω — έδρεψα, κόβω, απολαμβάνω, αποκομίζω: Ύστερα από χρόνια έρευνας έδρεψα τους καρπούς των μόχθων μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρέπτον — δρέπω V A pres part act masc voc sg δρέπω V A pres part act neut nom/voc/acc sg δρέπω V A imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) δρέπω V A imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέπεσθε — δρέπω V A pres imperat mp 2nd pl δρέπω V A pres ind mp 2nd pl δρέπω V A imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέπῃ — δρέπω V A pres subj mp 2nd sg δρέπω V A pres ind mp 2nd sg δρέπω V A pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέψαι — δρέπω V A aor imperat mid 2nd sg δρέπω V A aor inf act δρέψαῑ , δρέπω V A aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέψει — δρέπω V A aor subj act 3rd sg (epic) δρέπω V A fut ind mid 2nd sg (doric) δρέπω V A fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέψῃ — δρέπω V A aor subj mid 2nd sg δρέπω V A aor subj act 3rd sg δρέπω V A fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρεπομένων — δρέπω V A pres part mp fem gen pl δρέπω V A pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”